- δεματολόγος
- ο, ηαυτός που δεματιάζει στάχυα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεμάτι + -λόγος < αρχ. λέγω «συλλέγω» (πρβλ. δασμολόγος, φορολόγος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεματολογώ — ( άω) [δεματολόγος] 1. συσκευάζω στάχυα σε δεμάτια 2. (παροιμία) «δεματολογάει αφάνες» για όσους ασχολούνται με μάταια ή ασήμαντα πράγματα … Dictionary of Greek